- χάψιμο
- το проглатывание, заглатывание, пожирание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάψιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ τού αορ. έ χαψ α τού χάφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
ανάκαψις — ἀνάκαψις ( εως), η (Α) [ἀνακάπτω] κατάποση, καταβρόχθισμα, χάψιμο … Dictionary of Greek
κάψις — (I) κάψις, ἡ (Α) καταβρόχθιση, χάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. ις (πρβλ. βάψ ις, ράψ ις)] … Dictionary of Greek